παράφυση

παράφυση
η / παράφυσις, -ύσεως, ἡ Α [παραφύω]
νεοελλ.
1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων
2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα τής οροφής τού προσεγκεφάλου τών σπονδυλοζώων, που βρίσκεται μπροστά από την ηνία τής επίφυσης
αρχ.
1. η παραφυάδα
2. μτφ. η προέκταση, το επακόλουθο, η συνέπεια («τὰς παραφύσεις τῶν ἁμαρτιῶν», Κλήμ. Αλ.)
3. ιατρ. η προσκόλληση τών μυών ή τών τενόντων
4. η παρά φύσιν, η τερατώδης αύξηση
5. οι πλάγιες αποφύσεις τών σπονδύλων
6. η άμβλωση, η έκτρωση, η αποβολή ενός κυήματος
7. φρ. «παραφύσεις μυῶν» — ψόαι (βλ. ψόα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”